- σοβαρεύεται
- σοβαρεύομαιbear oneself pompouslypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαδδιώ — άω, Α (λακων. λ.) 1. φλυαρώ, λέω ανοησίες, μωρολογώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «πλαδ(δ)ιῇ ματαΐζει, σοβαρεύεται» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «παραφρονῶ, πλησιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλαδδ ιάω εμφανίζει κατάλ. ιάω/ ιῶ, η οποία απαντά σε ρ. που… … Dictionary of Greek